9.10.07

Στη γιαγιά μου με αγάπη...

Νομίζω, ότι τις Κυριακές τελικά, έχω περάσει από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής μου στο σπίτι…πάντα με την γιαγιά μου.
Είναι από τους ανθρώπους που δύσκολα συναντάς πολλούς απ΄αυτούς στη ζωή σου. Άνετα θα την χαρακτήριζα ΜΟΝΑΔΙΚΗ. Για παρά πολλά πράγματα που έχει κάνει στη ζωή της από μικρό παιδί μέχρι και σήμερα στην ηλικία των 80!!
Είναι ένας άνθρωπος του δημοτικού (μέχρι 3η τάξη πήγε) που όταν την σταμάτησαν οι γονείς της από το σχολείο, ο δάσκαλος φώναζε ότι αυτό είναι έγκλημα γιατί μπορούσε να πάει πολύ μπροστά. 16 χρονών παντρεύτηκε το ομορφόπαιδο, το λεβεντόπαιδο του άλλου χωριού, και αυτό γιατί το ήθελαν οι γονείς. Ο πατέρας του παππού μου την είδε που όταν τελείωνε το μαγείρεμα έσβηνε τα ξύλα και τα χρησιμοποιούσε την επομένη μέρα και τη θεώρησε «καλή νοικοκυρά». Αν μη τι άλλο, ξύλα υπήρχαν άπειρα εκείνη την εποχή.
Ο παππούς μου παιδί ορφανό από μάνα μεγάλωνε με 2 μεγαλύτερα αδέρφια, και τον πατέρα του, ο οποίος θεωρούσε ότι το παιδί του χρειαζόταν μία σωστή γυναίκα να τον στρώσει… Άσχετα αν ο έρωτάς του ήταν μια γειτόνισσα που φορούσε κοκκινάδι στα μάγουλα και κραγιόν στα χείλη. Δεν ήταν κρυφό, η γιαγιά το ήξερε αυτό και έλεγε : «Τι κι αν την ήθελε; Οι άντρες αυτές τις παρδαλές γυναίκες τις θέλουν μόνο για να περάσουν καλά!»
Κωλοπετσωμένη Πόντια λοιπόν! Ήρθε νιόπαντρη 16 χρόνων με τον άντρα της μόνο, στη Θεσσαλονίκη. Άνοιξαν ένα καφενεμεζεδομάγαζο σε μια παράγκα που έστησε ο παππούς και δούλευαν μαζί πρωί – βράδυ να βγάλουν το ψωμί τους. Φυσικά μέσα στο χρόνο ήρθε και το παιδί. Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι την θέση του παππού στο μαγαζί την πήρε ο πατέρας του γιατί αυτόν τον πήρανε φαντάρο για 4 χρόνια!! Η γιαγιά δούλευε πρωί-βράδυ μαζί με το μωρό αγκαλιά μέσα σ΄ένα χώρο που κυκλοφορούσαν μόνο άντρες και συνήθως μεθυσμένοι. Κάποια στιγμή μόνη και ανυπεράσπιστη της γκρέμισαν την παράγκα και η γιαγιά στράφηκε αλλού για δουλειά. Έπλενε σκάλες, ρούχα από «πρόστυχες» και καθάριζε σπίτια ως αργά το βράδυ όπου πήγαινε να πάρει το παιδί της από το «Άσυλο» (Δημόσιο Παιδικό Σταθμό) πεινασμένο, λερωμένο, φοβισμένο. Περπατούσε κάθε πρωί 40 λεπτά με τα πόδια, στις 5 το πρωί, το άφηνε μ΄ένα κουλούρι και το έπαιρνε στις 5 το απόγευμα. Χωρίς κανένας να το «αλλάξει» ή να το ταϊσει. Και μια φορά το 3μηνο και αν, έπαιρνε το στρατιωτικό φορτηγό την Κυριακή το πρωί μαζί μ΄όλους του φαντάρους έσφιγγε το παιδί πάνω στο κόρφο της και έκανε ένα ταξίδι 3-4 ωρών για να δει τον παππού 1 ώρα στο επισκεπτήριο.
Ο παππούς κάποια στιγμή τελείωσε το στρατό και εκεί που πήγε η γιαγιά να χαλαρώσει λέει στον άντρα της να αγοράσουν τον καφενέ. Το θηρίο είχε καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια που ο παππούς ήταν φαντάρος να βάλει στην άκρη λίγα χρήματα, όσο για μια προκαταβολή. Δεν πρόλαβε να χαρεί και έφυγε ο παππούς στα βουνά για άλλο 1½ χρόνο. Βασιλικοί και κομμουνιστές, ανταρτοπόλεμος, ανάγκασαν τον παππού μου (τον πιο φιλότιμο άνθρωπο του κόσμου, να φιλοξενήσει για 1 βράδυ ένα μακρινό συγγενή φίλο φίλου «κυνηγημένο» στο σπίτι του) να πει την γιαγιά μου ότι πάει για κατσίκι στο χωριό…και να γυρίσει μετά από 1½ χρόνο. Η γιαγιά φυσικά το κατάλαβε μετά από 1 μήνα ότι δεν πήγε για κατσίκι, αλλά ότι κρύφτηκε στα βουνά, γιατί άρχισαν και οι «περίεργες» επισκέψεις στο σπίτι. Πάλι μόνη! Μετά από 1 χρόνο και κάτι κατάφερε να μάθει που βρίσκεται ο παππούς από διάφορα στόματα. Μέχρι τότε δεν ήξερε καν αν ζει ο άντρας της. Κάπως «περίεργα» φαντάζομαι επικοινώνησε μαζί του και τον έπεισε να γυρίσει και να παραδοθεί. Ο παππούς γύρισε, παραδόθηκε αλλά τον βάλαν φυλακή, τον έδερναν κάθε μέρα, τον έκαναν φάλαγγα…να μαρτυρήσει και η γιαγιά πηγαινοερχόταν κάθε μέρα. Για άλλη μια φορά, έδωσε λύση στο πρόβλημα. Με τις «γνωριμίες» της από το καφενείο και τα σπίτια που καθάριζε (γνωρίζοντας την γυναίκα του Διοικητή της Αστυνομίας και έχοντας τον σεβασμό όλου του κόσμου που συναναστρεφόταν μαζί της για το ήθος της) κατάφερε να παρακαλέσει και να τον βγάλουν. «Φιλούσα κατουρημένες ποδιές» τα λόγια της γιαγιάς μου «…για να βγάλουν τον άντρα μου από τη φυλακή!».
Αυτή είναι η γιαγιά μου. Γυναίκα σκληρή, με πείσμα. Μόνο να σκεφτεί κανείς ότι δούλευε ενεργά μέχρι τα 79 !!! Κρατούσε μαγαζί, όχι αστεία. Αυτή η γυναίκα του Δημοτικού! Έβγαλε δίπλωμα οδήγησης στα 65!! Τι να κάνω Δέσποινα ο παππούς σου δεν με πάει εκεί που θέλω!!!
Ανεξάρτητη.
Μετά από όλα αυτά και άλλα πολλά που χρειάζονται πολλές ώρες να εξιστορώ φτάνουμε στο σήμερα!
Η γιαγιά, μέρα γενεθλίων της, μας έχει οικογενειακώς τραπέζι έξω. Εγώ σηκώνομαι κάνω το τσαγάκι μου, βάζω τη μουσικουλίτσα μου και την «πέφτω» για χουζούρι! Έλα μου όμως που η γιαγιά δεν μπορεί να βλέπει τους άλλους να κάθονται, αρρωσταίνει! Βρίσκει άπειρα πράγματα να σε βάλει να κάνεις παρά να σε βλέπει να ξαπλώνεις. Έρχεται λοιπόν με βλέπει και μου λέει :
- Δέσποινα θέλω να μου αλλάξεις το σκοινί που κρεμάω τα ρούχα στο μπαλκόνι.
- Όχι τώρα γιαγιά, όταν σηκωθώ να ντυθώ, λίγο πριν φύγουμε (υπόψη ότι είμαστε στο ισόγειο και το μπαλκόνι μας είναι πάνω σε κεντρικότατο δρόμο της Θεσ/νίκης)
- Τώρα θέλω! Σήκω, πόση ώρα θα κοιμάσαι ;
- Δεν κοιμάμαι, προσπαθώ να χαλαρώσω. Μετά, όταν ντυθώ.
- Από τι να χαλαρώσεις ; Έσκαβες ; Βάλε την ρόμπα μου για 2΄!
- Να χαλαρώσω από σένα γιαγιά μου που μου τσακίζεις τα νευράκια μου κάθε Κυριακή πρωί, ζητώντας μου συνέχεια ότι σου έρθει στο μυαλό!
- Θ΄ανέβω μόνη μου στην καρέκλα και θα πέσω!
- Ανέβα και πέσε! Εγώ δεν σηκώνομαι και δεν βγαίνω έτσι έξω!
- Σιγά τι θα σου πούν; Κλεμμένα τα έχεις αυτά που φοράς; Δεν βλέπεις εγώ πως βγαίνω;
- Εσύ είσαι 81 χρονών…
- Δέσποινα έγινες περίεργη το ξέρεις ; Άμα πέσω και μείνω στο κρεβάτι, εσύ θα με φροντίζεις…
Νάτος και ο εκβιασμός! Αρχίζει και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Νιώθω τα μηνίγγια μου να χτυπάν σαν τρελά. Ακούω σέρνει μια καρέκλα. Κατεβάζω «καντήλια». Μουρμουρίζω μέρα που είναι…δεν είμαι και αναίσθητη. Σηκώνομαι και πάω προς το παράθυρο και τι βλέπω; Την γιαγιά μου στις επικίνδυνες αποστολές ! Έχει πάρει μια πιρούνα, μια πένσα και ένα σφυρί. (Δεν ξέρω για ποιο λόγο). Τα έχει βάλει δεξιά και αριστερά στις τσέπες της ρόμπας της σαν τον Μπόμπ τον Μάστορα. Στο στόμα της κρατά το σκοινί με τα δόντια και προσπαθεί να ανέβει σε μια καρέκλα η οποία κουνιέται γιατί είναι μισή στο πεζουλάκι και μισή στον αέρα!
Ανοίγω το παράθυρο και φωνάζω:
- Περίμενε, γαμώ τη τρέλα μου, ντύνομαι και βγαίνω…